Αύξηση βιοποικιλότητας και χρησιμοποίηση τοπικών ποικιλιών, για επισιτιστική ασφάλειας και παγκόσμια διατροφή
Στην κοινή παραδοχή ότι η απάντηση της επισιτιστικής ασφάλειας και της παγκόσμιας διατροφής βρίσκεται στην αύξηση της βιοποικιλότητας και στη χρησιμοποίηση των τοπικών ποικιλιών, προχώρησαν οι εισηγητές σε σχετική ενότητα της 6ης επιστημονικής συνάντησης για τις τοπικές και γηγενείς Ποικιλίες, που διοργάνωσαν στη Θεσσαλονίκη η Κοσμητεία Γεωπονίας, Δασοπονίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, το Τμήμα Γεωπονίας και το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.
Με τη φράση «ο κόσμος δεν τα πάει καλά σε ό,τι αφορά την επίτευξη του στόχου για περιορισμό ή και απάλειψη της πείνας» το στέλεχος του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών-FAO στη Ρώμη, Bonnie Furman, επισήμανε, ότι παρά τις διεθνείς προσπάθειες, «μέχρι το 2030, 666 εκατ. άνθρωποι θα συνεχίσουν να υποφέρουν από την πείνα». Το 2019, περίπου ένα στους δέκα ανθρώπους παγκοσμίως (750 εκατ. άτομα), βρίσκονταν εκτεθειμένοι σε σοβαρό επίπεδο επισιτιστικής ανασφάλειας και αν συνεχίσει η τάση ως έχει «το 2030 ο αριθμός τους θα ξεπεράσει τα 840 εκατ.», επισήμανε η ίδια σε διαδικτυακή της τοποθέτηση. Για την αντιστροφή της τάσης, σχετικά με την επισιτιστική ασφάλεια, η ίδια προέταξε την αύξηση της βιοποικιλότητας και την χρησιμοποίηση των τοπικών ποικιλιών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Όπως είπε χαρακτηριστικά, υπολογίζονται σε λιγότερες των 200 οι καλλιέργειες με τις οποίες ασχολούνται ενεργά οι παραγωγοί. Πρόσθεσε δε, ότι από αυτές, το 66% αφορά σε μόνο εννέα καλλιέργειες- μεταξύ των οποίων πατάτα, ρύζι, σιτάρι και ζάχαρη- και τόνισε, ότι οι συγκεκριμένες παραγωγές αποτελούν το 53% των ημερήσιων θερμίδων που καταναλώνουν οι καταναλωτές παγκοσμίως.
Κλιματική αλλαγή, απώλεια βιοποικιλότητας, υποβάθμιση του περιβάλλοντος και υποσιτισμός, αποτελούν τις τέσσερις αλληλένδετες παγκόσμιες κρίσεις που έχουν θέσει σε υψηλό κίνδυνο την ευημερία του πλανήτη Γη τα τελευταία χρόνια, με την πανδημία να βάζει «φωτιά» στον αντίκτυπό τους στην ανθρωπότητα. Αυτό τόνισε από την πλευρά του το στέλεχος της Διεθνούς Συμμαχίας Βιοποικιλότητας και του Διεθνούς Κέντρου Τροπικής Γεωργίας (CIAT), Ehsan Dullo, υπογραμμίζοντας, όμως, ότι «η αντιστροφή αυτής της αρνητικής τάσης, αποτελεί πρόκληση, αλλά και ευκαιρία για τολμηρές επιλογές και ολοκληρωμένες λύσεις παγκοσμίως».
Αναφέροντας ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της διακυβερνητικής επιτροπής για την αλλαγή του κλίματος (IPCC) κάθε επόμενη δεκαετία η γεωργική παραγωγή θα μειώνεται κατά 2%, με τη ζήτηση για τρόφιμα να αυξάνεται κατά 14%, ο κ. Dullo, σημείωσε, ότι την ίδια στιγμή η σίτιση της ανθρωπότητας θα πρέπει να εξασφαλιστεί μέχρι το 2050 ότι θα γίνεται στο πλαίσιο της συρρίκνωσης των φυσικών πόρων και της έντασης των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης. Σημείωσε, ότι γεωργία και βιοποικιλότητα των δέντρων μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην αντιμετώπιση των προαναφερόμενων ζητημάτων και πρόσθεσε ότι «οι δενδρώδεις καλλιέργειες είναι το θεμέλιο της γεωργίας, η πηγή όλων των σημερινών και μελλοντικών παραγωγών και η πηγή του γενετικού υλικού, που είναι εξαιρετικά χρήσιμο για τη βελτίωση των καλλιεργειών στο μέλλον».
Υπογραμμίζοντας δε, ότι δυστυχώς η καλλιέργεια τοπικών ποικιλιών βρίσκεται σε πτώση σε παγκόσμιο επίπεδο, υπογράμμισε ότι «πρέπει να καταστεί σαφές ότι με την καλλιέργεια τοπικών ποικιλιών, η κάθε χώρα εξασφαλίζεται τη «υγεία» του εδάφους της, που αποτελεί παράγοντα ζωτικής σημασίας για τη γεωργική παραγωγή που θα έχει».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Φωτογραφία από Pete Linforth από το Pixabay