Ελληνικό πρόγραμμα-ασπίδα για την προστασία των ευρωπαϊκών δασών
Ελληνική σφραγίδα φέρει ο οδηγός εφαρμογής της γενετικής παρακολούθησης των δασών, που αποτελούν παράγοντα οικολογικής ισορροπίας και έχουν ζωτική σημασία για το περιβάλλον, συμβάλλοντας στη ρύθμιση του κλίματος και του κύκλου του νερού, ενώ παράλληλα δεσμεύουν το διοξείδιο του άνθρακα, περιορίζοντας έτσι το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Η συμβολή της Ελλάδας και ειδικότερα της Μακεδονίας, στη δημιουργία του συστήματος γενετικής παρακολούθησης των ευρωπαϊκών δασών για την προστασία των δασικών γενετικών πόρων από τις αλλεπάλληλες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, μέσω του έργου «LIFEGENMON, είναι πρωταγωνιστική και καίρια, όπως επισήμανε, στο περιθώριο εκδήλωσης, ο επιστημονικά υπεύθυνος του Project, καθηγητής της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Φίλιππος Α. Αραβανόπουλος.
Στην εκδήλωση, παρουσιάστηκε ο 370σέλιδος οδηγός, που πέραν της ελληνικής, έχει ήδη μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γερμανικά και στα σλοβένικα, ενώ προσελκύει ήδη το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ο οδηγός εφαρμογής για τη γενετική παρακολούθηση των δασών από τη θεωρία στην πράξη, αποτελεί το επιστέγασμα της επταετούς προσπάθειας για την απόδειξη επί της αρχής, της θεωρίας της γενετικής παρακολούθησης, σημείωσε ο κ. Αραβανόπουλος. Πρόσθεσε, ότι η γενετική παρακολούθηση των δασών αποτελεί ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης αναφορικά με τις απειλές που υπονομεύουν την προσαρμοστικότητα των δασικών πληθυσμών και ένα ισχυρό όπλο για τη βελτίωση και διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, λόγω της κλιματικής αλλαγής.
«Δεδομένου ότι έχουμε τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής που εξελίχθηκε σε κλιματική κρίση, η αρνητική μεταβολή της βιοποικιλότητας και της γενετικής ποικιλότητας είναι ένα φαινόμενο που μπορεί να συμβεί σε βάθος 15ετίας. Εμείς μπορούμε με την μεθοδολογία μας, να διαγνώσουμε έγκαιρα τέτοιες μεταβολές πριν αυτές γίνουν ορατές στο γυμνό μάτι και να προλάβουμε αρνητικές εξελίξεις στη μείωση της βιοποικιλότητας», σημείωσε. Πλέον, «οι επιστήμονες διαθέτουν ένα «καμπανάκι», ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, το οποίο μπορούν να κρούουν έγκαιρα και έτσι οι διαχειριστές των φυσικών οικοσυστημάτων, να επεμβαίνουν άμεσα», τόνισε.
Στο πλαίσιο της υλοποίησης το έργου LIFEGENMON, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα LIFE της ΕΕ και τα αρμόδια υπουργεία των χωρών των εταίρων, δηλαδή Γερμανίας, Ελλάδας και Σλοβενίας, ένωσαν τις δυνάμεις τους έξι εταίροι. Οι Έλληνες εταίροι του προγράμματος ήταν το Εργαστήριο Δασικής Γενετικής και Βελτίωσης Δασοπονικών Ειδών του Τμήματος Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ και η Γενική Διεύθυνση Δασών & Αγροτικών Υποθέσεων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης.
Το πρόγραμμα καλύπτει μία περιοχή η οποία εκτείνεται από τις Βαυαρικές ‘Αλπεις και τα κατάφυτα δάση της Σλοβενίας, μέχρι το δάσος οξιάς στην Βαρβάρα Χαλκιδικής και αυτό της ελάτης, στον Κάτω Όλυμπο. Τα κύρια δασοπονικά είδη του έργου ήταν οξιά και ελάτη, ενώ το επόμενο βήμα «είναι να εφαρμόσουμε την δουλειά που κάναμε και σε άλλα είδη, που είτε απειλούνται, είτε είναι είναι μεγάλης οικολογικής και οικονομικής σημασίας και πρέπει να τα προστατέψουμε», επισήμανε, και γνωστοποίησε ότι στο «στόχαστρο» θα μπουν τα είδη μαύρη και χαλέπιος πεύκη, δρυς και λεύκη.
Πάντως, κατά τον κ. Αραβανόπουλο, στην Ελλάδα, τα δάση οξιάς κι ελάτης βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση από άποψη γενετικής ποικιλότητας. Σύμφωνα με τον ίδιο, η δασοκάλυψη στη χώρα μας είναι 49% (εκ των οποίων 25% είναι ψηλά δάση), όταν στην Ευρώπη είναι 42% και παγκόσμια 31%. «Αναλογικά με την πληθυσμό της η Ελλάδα είναι μια υπερδύναμη στην βιοποικιλότητα», σημείωσε ο κ. Αραβανόπουλος.
Πρόσθεσε, ότι «η Ευρώπη είναι πολύ μπροστά στο κομμάτι της γενετικής παρακολούθησης και η Ελλάδα είναι η νούμερο ένα πρωτοπόρος εντός της Γηραιάς Ηπείρου» και σημείωσε, ότι «επειδή το κλίμα που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα, εάν συνεχίσει αυτή η ραγδαία κλιματική μεταβολή, σιγά σιγά θα γίνει το κλίμα που υπάρχει στις μεσοευρωπαϊκές χώρες, τα δικά μας είδη και πληθυσμοί έχουν καταστεί πολύ ενδιαφέροντες και σημαντικοί για όλη την Ευρώπη. Έχουμε μια έξτρα υποχρέωση να προστατεύσουμε και να μελετήσουμε αυτούς τους πληθυσμούς», επισήμανε.
Καίριας σημασίας για την υλοποίηση του έργου, ήταν η συμμετοχή μελών της ελληνικής Δασικής Υπηρεσίας, που συντόνισαν και τις υπόλοιπες δασικές υπηρεσίες από τη Σλοβενία και τη Γερμανία.
Η πιλοτική εφαρμογή της γενετικής παρακολούθησης στα δύο σημεία που επιλέχθηκαν στην Ελλάδα, στην Ελάτη Πιερίας, στην περιοχή κοντά στην Καλλιπεύκη και στο είδος της οξιάς κοντά στην περιοχή της Βαρβάρας στην Αρναία Χαλκιδικής, διήρκησε εξίμισι χρόνια και θα συνεχιστεί μέχρι το 2032-2033 «καθώς έχουμε πετύχει επέκταση της άδειας έρευνας, κάτι που είναι καινοτόμο για τα ελληνικά δεδομένα, για τις δασικές υπηρεσίες και τους δημόσιους οργανισμούς», επισήμανε από την πλευρά του ο υπάλληλος της Δασικής Υπηρεσίας, στην Επιθεώρηση Εφαρμογής Δασικής Πολιτικής Μακεδονίας Θράκης, Φώτης Κιουρτσής. Εξήγησε, ότι όλο αυτό το διάστημα καταγράφηκαν στοιχεία για τα δάση που δεν υπήρχαν προηγουμένως και συγκρίθηκαν τα δεδομένα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, διαπιστώνοντας αρκετές διαφορές. «Έχουμε δει αλλαγές αλλά δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε ότι είναι προϊόν της κλιματικής αλλαγής και της κλιματικής κρίσης η οποία δεν υφίσταται ακόμα. Είναι σε στάδιο που έρχεται. Έχουμε ενδείξεις και πρέπει να τις τεκμηριώσουμε, μιλώντας επιστημονικά», τόνισε.
Πάντως, όπως ανέφερε, ενώ η έκπτυξη των φύλλων στην οξιά σύμφωνα με βιβλιογραφία του 1985 διαρκεί 21 μέρες «εμείς εντοπίσαμε ότι ήταν κάποιες χρονιές μόνο επτά ημέρες». Σπεύδοντας να επισημάνει ότι «αυτό μπορεί να ήταν ένα τυχαίο γεγονός», ο ίδιος εξήγησε ότι εξίμισι χρόνια για τη φύση, είναι ένας πολύ μικρός χρόνος.
Ο κ. Κιουρτσής, τόνισε, πως οι ελληνικές εργασίες που παρουσιάστηκαν στο τελικό συνέδριο του έργου LIFEGENMOD, έγιναν η αρχή για να νομοθετήσουν η Σλοβενία, η Βαυαρία και η Ισπανία και εξέφρασε την ελπίδα του να γίνει κάτι αντίστοιχο σύντομα και στην Ελλάδα.